- θινῶδες
- θινώδηςlike a sandy beachmasc/fem voc sgθινώδηςlike a sandy beachneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θινώδης — θινώδης, ες (Α) [θις] 1. αμμώδης 2. αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες ἄγκιστρον» άγκυρα στην άμμο) … Dictionary of Greek